Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdeficiènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [defiˈʧɛntsa] 1 στέρηση 2 ατέλεια 3 διανοητική καθυστέρηση 4 ανάγκη 5 έλλειμμα 6 έλλειψη 7 ελάττωμα 8 ανεπάρκεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |