Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


defezióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [defetˈtsjone]

1 αυτομολία
2 αυτομόληση
3 απόσχιση
4 λιποταξία
5 αποστασία
6 αποσκίρτηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  defezionare defibrillazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deferenza (θηλ.ουσ)
deferimento (ουσ αρσ )
deferire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
defettibile (επίθ.)
defezionare (ρ.αμτβ.)
defezione (θηλ.ουσ)
defibrillazione (θηλ.ουσ)
deficiente (ουσ αρσ )
deficiente (επίθ.)
deficienza (θηλ.ουσ)
deficit (ουσ αρσ )
deficitario (επίθ.)
defilamento (ουσ αρσ )
defilé (ουσ αρσ )
definibile (επίθ.)
definire (ρ. μτβ.)
definitezza (θηλ.ουσ)
definitivamente (επίρ.)
definitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
definito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---