Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


defenestràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [defenesˈtrare]

1 πετώ κάποιον στη θάλασσα
2 διώχνω από το παράθυρο
3 εκπαραθυρώνω
4 απολύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  defecazione defenestrazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

defatigante (επίθ.)
defatigare (ρ. μτβ.)
defecare (ρ.αμτβ.)
defecare (ρ. μτβ.)
defecazione (θηλ.ουσ)
defenestrare (ρ. μτβ.)
defenestrazione (θηλ.ουσ)
defensionale (επίθ.)
deferente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
deferenza (θηλ.ουσ)
deferimento (ουσ αρσ )
deferire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
defettibile (επίθ.)
defezionare (ρ.αμτβ.)
defezione (θηλ.ουσ)
defibrillazione (θηλ.ουσ)
deficiente (ουσ αρσ )
deficiente (επίθ.)
deficienza (θηλ.ουσ)
deficit (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---