Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deferènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [defeˈrɛnte]

1 υπάκουος
2 συγκαταβατικός
3 ευλαβικός
4 πλήρης σεβασμού
5 γεμάτος σεβασμό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  defensionale deferenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

defecare (ρ. μτβ.)
defecazione (θηλ.ουσ)
defenestrare (ρ. μτβ.)
defenestrazione (θηλ.ουσ)
defensionale (επίθ.)
deferente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
deferenza (θηλ.ουσ)
deferimento (ουσ αρσ )
deferire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
defettibile (επίθ.)
defezionare (ρ.αμτβ.)
defezione (θηλ.ουσ)
defibrillazione (θηλ.ουσ)
deficiente (ουσ αρσ )
deficiente (επίθ.)
deficienza (θηλ.ουσ)
deficit (ουσ αρσ )
deficitario (επίθ.)
defilamento (ουσ αρσ )
defilé (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---