Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


defecazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [defekatˈtsjone]

1 χέσιμο
2 εκκένωση των εντέρων
3 διύλιση
4 φιλτράρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  defecare defenestrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

defaticamento (ουσ αρσ )
defatigante (επίθ.)
defatigare (ρ. μτβ.)
defecare (ρ.αμτβ.)
defecare (ρ. μτβ.)
defecazione (θηλ.ουσ)
defenestrare (ρ. μτβ.)
defenestrazione (θηλ.ουσ)
defensionale (επίθ.)
deferente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
deferenza (θηλ.ουσ)
deferimento (ουσ αρσ )
deferire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
defettibile (επίθ.)
defezionare (ρ.αμτβ.)
defezione (θηλ.ουσ)
defibrillazione (θηλ.ουσ)
deficiente (ουσ αρσ )
deficiente (επίθ.)
deficienza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---