Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deduttìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dedutˈtivo]

συμπερασματικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dedurre deduzione  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


metodo [αρσ.] deduttivo = η παραγωγική μέθοδος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dedito (επίθ.)
dedizione (θηλ.ουσ)
dedotto (επίθ.)
deducibile (επίθ.)
dedurre (ρ. μτβ.)
deduttivo (επίθ.)
deduzione (θηλ.ουσ)
deetanizzatore (ουσ αρσ )
defaillance (θηλ.ουσ)
defalcare (ρ. μτβ.)
defalcazione (θηλ.ουσ)
defascistizzare (ρ. μτβ.)
defaticamento (ουσ αρσ )
defatigante (επίθ.)
defatigare (ρ. μτβ.)
defecare (ρ.αμτβ.)
defecare (ρ. μτβ.)
defecazione (θηλ.ουσ)
defenestrare (ρ. μτβ.)
defenestrazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---