Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dedàleo, dedalèo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [deˈdaleo], [dedaˈlɛo]

1 έξυπνος
2 ευφυής
3 πολυμήχανος
4 ο του δαιδάλου
5 δαιδαλώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decussato dedalo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decuria (θηλ.ουσ)
decurione (ουσ αρσ )
decurtare (ρ. μτβ.)
decurtazione (θηλ.ουσ)
decussato (επίθ.)
dedaleo (επίθ.)
dedalo (ουσ αρσ )
dedica (θηλ.ουσ)
dedicare (ρ. μτβ.)
dedicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
dedicatario (ουσ αρσ )
dedicatoria (θηλ.ουσ)
dedicatorio (επίθ.)
dedicazione (θηλ.ουσ)
dedito (επίθ.)
dedizione (θηλ.ουσ)
dedotto (επίθ.)
deducibile (επίθ.)
dedurre (ρ. μτβ.)
deduttivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---