Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dedicazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dedikatˈtsjone]

1 καθιέρωση
2 αφιέρωση
3 αφοσίωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dedicatorio dedito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dedicare (ρ. μτβ.)
dedicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
dedicatario (ουσ αρσ )
dedicatoria (θηλ.ουσ)
dedicatorio (επίθ.)
dedicazione (θηλ.ουσ)
dedito (επίθ.)
dedizione (θηλ.ουσ)
dedotto (επίθ.)
deducibile (επίθ.)
dedurre (ρ. μτβ.)
deduttivo (επίθ.)
deduzione (θηλ.ουσ)
deetanizzatore (ουσ αρσ )
defaillance (θηλ.ουσ)
defalcare (ρ. μτβ.)
defalcazione (θηλ.ουσ)
defascistizzare (ρ. μτβ.)
defaticamento (ουσ αρσ )
defatigante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---