Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdecumàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dekuˈmano] στρατιώτης της δέκατης Ρωμαὶκής λεγεώνας decumàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [dekuˈmano] ο της δέκατης Ρωμαὶκής λεγεώνας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |