Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdecréscere
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [deˈkreʃʃere] 1 κονταίνω 2 ελαττώνομαι 3 πέφτω 4 χαμηλώνω 5 τραβιέμαι (για νερά παλίρροιας) 6 κοπάζω 7 υποχωρώ 8 μαραίνομαι 9 λιγοστεύω 10 ελαττώνω 11 μειώνω 12 σμικρύνω 13 φθίνω 14 ξεθωριάζω 15 μικραίνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |