Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decréscere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [deˈkreʃʃere]

1 κονταίνω
2 ελαττώνομαι
3 πέφτω
4 χαμηλώνω
5 τραβιέμαι (για νερά παλίρροιας)
6 κοπάζω
7 υποχωρώ
8 μαραίνομαι
9 λιγοστεύω
10 ελαττώνω
11 μειώνω
12 σμικρύνω
13 φθίνω
14 ξεθωριάζω
15 μικραίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decrescenza decrescimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decrepitezza (θηλ.ουσ)
decrepito (επίθ.)
decrescendo (επίρ.)
decrescente (επίθ.)
decrescenza (θηλ.ουσ)
decrescere (ρ.αμτβ.)
decrescimento (ουσ αρσ )
decretale (θηλ.ουσ)
decretalista (ουσ αρσ και θηλ.)
decretare (ρ. μτβ.)
decretazione (θηλ.ουσ)
decreto (ουσ αρσ )
decriminalizzare (ρ. μτβ.)
decriminalizzazione (θηλ.ουσ)
decriptare (ρ. μτβ.)
decriptazione (θηλ.ουσ)
decrittare (ρ. μτβ.)
decrittatore (ουσ αρσ )
decrittazione (θηλ.ουσ)
decubito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---