Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdecrèpito
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [deˈkrɛpito] 1 γερασμένος 2 εξασθενημένος 3 παραγερασμένος 4 φθίνων 5 υπέργηρος 6 σαραβαλιασμένος 7 ετοιμόρροπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |