Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decresciménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dekreʃʃiˈmento]

1 ελάττωση
2 μείωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decrescere decretale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decrepito (επίθ.)
decrescendo (επίρ.)
decrescente (επίθ.)
decrescenza (θηλ.ουσ)
decrescere (ρ.αμτβ.)
decrescimento (ουσ αρσ )
decretale (θηλ.ουσ)
decretalista (ουσ αρσ και θηλ.)
decretare (ρ. μτβ.)
decretazione (θηλ.ουσ)
decreto (ουσ αρσ )
decriminalizzare (ρ. μτβ.)
decriminalizzazione (θηλ.ουσ)
decriptare (ρ. μτβ.)
decriptazione (θηλ.ουσ)
decrittare (ρ. μτβ.)
decrittatore (ουσ αρσ )
decrittazione (θηλ.ουσ)
decubito (ουσ αρσ )
deculturare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---