Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdecretàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [dekreˈtare] 1 κυβερνώ αυταρχικά 2 χειροτονώ 3 διατάζω με θέσπισμα 4 θεσπίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |