decórso
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [deˈkorso]
1 λήξη
2 πορεία
3 διάρκεια
4 χρονικό διάστημα
5 παρέλευση
6 εξέλιξη
decórso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [deˈkorso]
1 υπερήμερος
2 εκπρόθεσμος
3 οφειλόμενος
4 περασμένος
5 παρελθών
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [deˈkorso]
1 λήξη
2 πορεία
3 διάρκεια
4 χρονικό διάστημα
5 παρέλευση
6 εξέλιξη
decórso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [deˈkorso]
1 υπερήμερος
2 εκπρόθεσμος
3 οφειλόμενος
4 περασμένος
5 παρελθών
permalink
decorso (ουσ αρσ )
decorso (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android