ItalianoGreco


decórso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈkorso]

1 λήξη
2 πορεία
3 διάρκεια
4 χρονικό διάστημα
5 παρέλευση
6 εξέλιξη

decórso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [deˈkorso]

1 υπερήμερος
2 εκπρόθεσμος
3 οφειλόμενος
4 περασμένος
5 παρελθών


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---