Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decórrere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [deˈkorrere]

1 έχω ισχύ από
2 ρέω
3 τρέχω
4 ισχύω από
5 περνώ
6 παρέρχομαι
7 μεσολαβώ (για χρόνο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decorrenza decorso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decorazione (θηλ.ουσ)
decoro (ουσ αρσ )
decorosamente (επίρ.)
decoroso (επίθ.)
decorrenza (θηλ.ουσ)
decorrere (ρ.αμτβ.)
decorso (ουσ αρσ )
decorso (επίθ.)
decorticare (ρ. μτβ.)
decorticatrice (θηλ.ουσ)
decorticazione (θηλ.ουσ)
decozione (θηλ.ουσ)
decremento (ουσ αρσ )
decrepitare (ρ.αμτβ.)
decrepitazione (θηλ.ουσ)
decrepitezza (θηλ.ουσ)
decrepito (επίθ.)
decrescendo (επίρ.)
decrescente (επίθ.)
decrescenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---