Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdecórrere
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [deˈkorrere] 1 έχω ισχύ από 2 ρέω 3 τρέχω 4 ισχύω από 5 περνώ 6 παρέρχομαι 7 μεσολαβώ (για χρόνο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |