Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdecorticatrìce
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dekortikaˈtriʧe] 1 εργαλείο αποφλοίωσης 2 συσκευή ξεφλουδίσματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |