Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdecòro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [deˈkɔro] 1 στολίδι 2 κόσμημα 3 τιμή 4 παράσημο 5 σοβαρή κομψότητα 6 αξιοπρέπεια 7 καλοί τρόποι 8 κοσμιότητα 9 ευπρέπεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |