Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decoràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dekoˈrato]

κάτοχος παρασήμου

decoràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dekoˈrato]

1 παρασημοφορημένος
2 διακοσμημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decorativo decoratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decongestionare (ρ. μτβ.)
decontaminare (ρ. μτβ.)
decontaminazione (θηλ.ουσ)
decorare (ρ. μτβ.)
decorativo (επίθ.)
decorato (ουσ αρσ )
decorato (επίθ.)
decoratore (αρσ. επίθ και ουσ)
decorazione (θηλ.ουσ)
decoro (ουσ αρσ )
decorosamente (επίρ.)
decoroso (επίθ.)
decorrenza (θηλ.ουσ)
decorrere (ρ.αμτβ.)
decorso (ουσ αρσ )
decorso (επίθ.)
decorticare (ρ. μτβ.)
decorticatrice (θηλ.ουσ)
decorticazione (θηλ.ουσ)
decozione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---