Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdecoràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dekoˈrato] κάτοχος παρασήμου decoràto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [dekoˈrato] 1 παρασημοφορημένος 2 διακοσμημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |