Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decongestionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dekonʤestjoˈnare]

1 δημιουργώ αποσυμφόρηση
2 συνεχίζω να κινούμαι
3 βοηθώ την πέψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decongestionante decontaminare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decongelare (ρ. μτβ.)
decongelatore (ουσ αρσ )
decongelazione (θηλ.ουσ)
decongestionamento (ουσ αρσ )
decongestionante (επίθ.)
decongestionare (ρ. μτβ.)
decontaminare (ρ. μτβ.)
decontaminazione (θηλ.ουσ)
decorare (ρ. μτβ.)
decorativo (επίθ.)
decorato (ουσ αρσ )
decorato (επίθ.)
decoratore (αρσ. επίθ και ουσ)
decorazione (θηλ.ουσ)
decoro (ουσ αρσ )
decorosamente (επίρ.)
decoroso (επίθ.)
decorrenza (θηλ.ουσ)
decorrere (ρ.αμτβ.)
decorso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---