Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decongelatore
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dekonʤelaˈtore]

διάταξη απόψυξης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decongelare decongelazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decomprimere (ρ. μτβ.)
decondizionamento (ουσ αρσ )
decondizionare (ρ. μτβ.)
decongelamento (ουσ αρσ )
decongelare (ρ. μτβ.)
decongelatore (ουσ αρσ )
decongelazione (θηλ.ουσ)
decongestionamento (ουσ αρσ )
decongestionante (επίθ.)
decongestionare (ρ. μτβ.)
decontaminare (ρ. μτβ.)
decontaminazione (θηλ.ουσ)
decorare (ρ. μτβ.)
decorativo (επίθ.)
decorato (ουσ αρσ )
decorato (επίθ.)
decoratore (αρσ. επίθ και ουσ)
decorazione (θηλ.ουσ)
decoro (ουσ αρσ )
decorosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---