Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decongestionànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dekonʤestjoˈnante]

1 αποσυμφορητικό σκεύασμα
2 βοηθητικό της αποσυμφόρησης σκεύασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decongestionamento decongestionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decongelamento (ουσ αρσ )
decongelare (ρ. μτβ.)
decongelatore (ουσ αρσ )
decongelazione (θηλ.ουσ)
decongestionamento (ουσ αρσ )
decongestionante (επίθ.)
decongestionare (ρ. μτβ.)
decontaminare (ρ. μτβ.)
decontaminazione (θηλ.ουσ)
decorare (ρ. μτβ.)
decorativo (επίθ.)
decorato (ουσ αρσ )
decorato (επίθ.)
decoratore (αρσ. επίθ και ουσ)
decorazione (θηλ.ουσ)
decoro (ουσ αρσ )
decorosamente (επίρ.)
decoroso (επίθ.)
decorrenza (θηλ.ουσ)
decorrere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---