Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corsivìsta (ουσ αρσ και θηλ.) cortìle (ουσ αρσ )
corsìvo (ουσ αρσ ) cortìna (θηλ.ουσ)
corsìvo (επίθ.) cortinàggio (ουσ αρσ )
córso (ουσ αρσ ) cortisóne (ουσ αρσ )
corsóio (αρσ. επίθ και ουσ) cortisònico (αρσ. επίθ και ουσ)
córte (θηλ.ουσ) córto (ουσ αρσ )
cortéccia (θηλ.ουσ) córto (επίθ.)
corteggiaménto (ουσ αρσ ) cortocircuitàre (ρ. μτβ.)
corteggiàre (ρ. μτβ.) cortocircuitarsi (ρ.μ. (αντων.))
corteggiatóre (ουσ αρσ ) cortocircùito (ουσ αρσ )
cortéggio (ουσ αρσ ) cortometràggio (ουσ αρσ )
cortèo (ουσ αρσ ) corvè (θηλ.ουσ)
cortése (αρσ. επίθ και ουσ) corvétta (θηλ.ουσ)
cortesìa (θηλ.ουσ) corvìno (αρσ. επίθ και ουσ)
cortézza (θηλ.ουσ) còrvo (ουσ αρσ )
corticàle (επίθ.) còsa (θηλ.ουσ)
corticòide (ουσ αρσ ) cosà (επίρ.)
corticosteròide (ουσ αρσ ) cosàcco (αρσ. επίθ και ουσ)
corticosteróne (ουσ αρσ ) cosàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
corticosurrenàle (επίθ.) còsca (θηλ.ουσ)
corticotropìna (θηλ.ουσ) còscia (θηλ.ουσ)
cortigiàna (θηλ.ουσ) cosciàle (ουσ αρσ )
cortigianerìa (θηλ.ουσ) cosciènte (επίθ.)
cortigianésco (επίθ.) cosciènza (θηλ.ουσ)
cortigiàno (αρσ. επίθ και ουσ) coscienziosaménte (επίρ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: