Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bezzicàre (ρ. μτβ.) biàsimo (ουσ αρσ )
bèzzo (ουσ αρσ ) biatòmico (επίθ.)
biàcca (θηλ.ουσ) bibàsico (επίθ.)
biàcco (ουσ αρσ ) bìbbia (θηλ.ουσ)
biàda (θηλ.ουσ) biberòn (ουσ αρσ )
biànca (θηλ.ουσ) bìbita (θηλ.ουσ)
biancàstro (επίθ.) bìblico (αρσ. επίθ και ουσ)
biancheggiaménto (ουσ αρσ ) bìbliobus, bibliobùs (ουσ αρσ )
biancheggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) bibliofilìa (θηλ.ουσ)
biancherìa (θηλ.ουσ) bibliòfilo (ουσ αρσ )
bianchétto (ουσ αρσ ) bibliografìa (θηλ.ουσ)
bianchézza (θηλ.ουσ) bibliogràfico (επίθ.)
bianchìccio (επίθ.) bibliògrafo (ουσ αρσ )
bianchìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) bibliòmane (ουσ αρσ και θηλ.)
biànco (ουσ αρσ ) bibliomanìa (θηλ.ουσ)
biànco (επίθ.) bibliotèca (θηλ.ουσ)
biancòne (ουσ αρσ ) bibliotecàrio (ουσ αρσ )
biancóre (ουσ αρσ ) biblioteconomìa (θηλ.ουσ)
biancospìno (ουσ αρσ ) biblìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
biascicaménto (ουσ αρσ ) biblìstica (θηλ.ουσ)
biascicàre (ρ. μτβ.) bìca (θηλ.ουσ)
biasimàbile (επίθ.) bicameràle (θηλ. επίθ και ουσ)
biasimàre (ρ. μτβ.) bicameralìsmo (ουσ αρσ )
biasimatóre (αρσ. επίθ και ουσ) bicarbonàto (ουσ αρσ )
biasimévole (επίθ.) bicchieràta (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: