Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bicameralìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bikameraˈlizmo]

πολιτικό σύστημα με δύο νομοθετικά σώματα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bicamerale bicarbonato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

biblioteconomia (θηλ.ουσ)
biblista (ουσ αρσ και θηλ.)
biblistica (θηλ.ουσ)
bica (θηλ.ουσ)
bicamerale (θηλ. επίθ και ουσ)
bicameralismo (ουσ αρσ )
bicarbonato (ουσ αρσ )
bicchierata (θηλ.ουσ)
bicchiere (ουσ αρσ )
bicchierino (ουσ αρσ )
bicefalo (επίθ.)
bicentenario (αρσ. επίθ και ουσ)
bici (θηλ.ουσ)
bicicletta (θηλ.ουσ)
biciclo (ουσ αρσ )
bicilindrico (επίθ.)
bicipitale (επίθ.)
bicipite (ουσ αρσ )
bicipite (επίθ.)
bicloruro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---