Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bicchière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bikˈkjɛre]

το ποτήρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bicchierata bicchierino  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


bicchiere [αρσ.] di carta = το χάρτινο ποτήρι || un bicchiere [αρσ.] di vino = ένα ποτήρι κρασί


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bica (θηλ.ουσ)
bicamerale (θηλ. επίθ και ουσ)
bicameralismo (ουσ αρσ )
bicarbonato (ουσ αρσ )
bicchierata (θηλ.ουσ)
bicchiere (ουσ αρσ )
bicchierino (ουσ αρσ )
bicefalo (επίθ.)
bicentenario (αρσ. επίθ και ουσ)
bici (θηλ.ουσ)
bicicletta (θηλ.ουσ)
biciclo (ουσ αρσ )
bicilindrico (επίθ.)
bicipitale (επίθ.)
bicipite (ουσ αρσ )
bicipite (επίθ.)
bicloruro (ουσ αρσ )
bicocca (θηλ.ουσ)
bicolore (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
bicomando (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---