Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bicìpite  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [biˈʧipite]

δικέφαλος μυς

bicìpite  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [biˈʧipite]

δικέφαλος (μυς)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bicipitale bicloruro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bici (θηλ.ουσ)
bicicletta (θηλ.ουσ)
biciclo (ουσ αρσ )
bicilindrico (επίθ.)
bicipitale (επίθ.)
bicipite (ουσ αρσ )
bicipite (επίθ.)
bicloruro (ουσ αρσ )
bicocca (θηλ.ουσ)
bicolore (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
bicomando (επίθ.)
biconcavo (επίθ.)
biconico (επίθ.)
biconvesso (επίθ.)
bicorne (θηλ. επίθ και ουσ)
bicornia (θηλ.ουσ)
bicorno (ουσ αρσ )
biculturale (επίθ.)
biculturalismo (ουσ αρσ )
bicuspide (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---