Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bicòrnia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [biˈkɔrnja]

αμόνι με δύο άκρες (κόχες)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bicorne bicorno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bicomando (επίθ.)
biconcavo (επίθ.)
biconico (επίθ.)
biconvesso (επίθ.)
bicorne (θηλ. επίθ και ουσ)
bicornia (θηλ.ουσ)
bicorno (ουσ αρσ )
biculturale (επίθ.)
biculturalismo (ουσ αρσ )
bicuspide (επίθ.)
bidè (ουσ αρσ )
bidella (θηλ.ουσ)
bidello (ουσ αρσ )
bidente (αρσ. επίθ και ουσ)
bidet (ουσ αρσ )
bidimensionale (επίθ.)
bidonare (ρ. μτβ.)
bidonata (θηλ.ουσ)
bidone (ουσ αρσ )
bidonista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---