Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bidènte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,biˈdɛnte]

δίκρανο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bidello bidet  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

biculturalismo (ουσ αρσ )
bicuspide (επίθ.)
bidè (ουσ αρσ )
bidella (θηλ.ουσ)
bidello (ουσ αρσ )
bidente (αρσ. επίθ και ουσ)
bidet (ουσ αρσ )
bidimensionale (επίθ.)
bidonare (ρ. μτβ.)
bidonata (θηλ.ουσ)
bidone (ουσ αρσ )
bidonista (ουσ αρσ και θηλ.)
bidonvia (θηλ.ουσ)
bidonville (θηλ.ουσ)
biecamente (επίρ.)
bieco (επίθ.)
biella (θηλ.ουσ)
biennale (θηλ.ουσ)
biennale (επίθ.)
bienne (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---