Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bièco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈbjɛko]

1 σκυθρωπός
2 απειλητικός
3 δύστροπος
4 αλλήθωρος
5 κατσούφης
6 βλοσυρός
7 μοχθηρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  biecamente biella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bidone (ουσ αρσ )
bidonista (ουσ αρσ και θηλ.)
bidonvia (θηλ.ουσ)
bidonville (θηλ.ουσ)
biecamente (επίρ.)
bieco (επίθ.)
biella (θηλ.ουσ)
biennale (θηλ.ουσ)
biennale (επίθ.)
bienne (επίθ.)
biennio (ουσ αρσ )
bieticoltore (ουσ αρσ )
bieticoltura (θηλ.ουσ)
bietola (θηλ.ουσ)
bietolone (ουσ αρσ )
bietta (θηλ.ουσ)
bifase (επίθ.)
biffa (θηλ.ουσ)
biffare (ρ. μτβ.)
bifido (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---