Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bieticoltóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bjetikolˈtore]

καλλιεργητής ζαχαροτεύτλων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  biennio bieticoltura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

biella (θηλ.ουσ)
biennale (θηλ.ουσ)
biennale (επίθ.)
bienne (επίθ.)
biennio (ουσ αρσ )
bieticoltore (ουσ αρσ )
bieticoltura (θηλ.ουσ)
bietola (θηλ.ουσ)
bietolone (ουσ αρσ )
bietta (θηλ.ουσ)
bifase (επίθ.)
biffa (θηλ.ουσ)
biffare (ρ. μτβ.)
bifido (επίθ.)
bifilare (αρσ. επίθ και ουσ)
bifocale (επίθ.)
bifolco (ουσ αρσ )
biforcamento (ουσ αρσ )
biforcare (ρ. μτβ.)
biforcarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---