Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbìfido
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈbifido] 1 διχαλωτός 2 δισχιδής 3 διαιρούμενος σε 2 ίσα μέρη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |