Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbifrónte
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [,biˈfronte] 1 διπρόσωπος 2 διμέτωπος 3 δίφατσος 4 που έχει δύο φάτσες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |