Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbighellóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bigelˈlone] 1 λουφαδόρος 2 χασομέρης 3 τεμπέλης 4 αργόσχολος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |