Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbigóncia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [biˈgonʧa] 1 μαστέλο 2 κάδος 3 βαρέλι 4 λεκάνη 5 έδρα καθηγητή (ειρωνικά) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |