Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bigóncio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [biˈgonʧo]

βαρέλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bigoncia bigotta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

biglietteria (θηλ.ουσ)
biglietto (ουσ αρσ )
bignè (ουσ αρσ )
bigodino (ουσ αρσ )
bigoncia (θηλ.ουσ)
bigoncio (ουσ αρσ )
bigotta (θηλ.ουσ)
bigotteria (θηλ.ουσ)
bigottismo (ουσ αρσ )
bigotto (ουσ αρσ )
bigotto (επίθ.)
bijou (ουσ αρσ )
bikini (ουσ αρσ )
bilabiale (θηλ. επίθ και ουσ)
bilabiato (επίθ.)
bilama (επίθ.)
bilancia (θηλ.ουσ)
bilanciamento (ουσ αρσ )
bilanciare (ρ. μτβ.)
bilanciarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---