Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbigòtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [biˈgɔtto] θρησκόληπτος αγύρτης bigòtto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [biˈgɔtto] 1 θρησκομανής 2 ψευδευλαβής 3 θρησκόληπτος 4 ψευτοθεοφοβούμενος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |