Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bilancìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bilanˈʧino]

1 μικρή ζυγαριά
2 χαλινάρι
3 σύνδεση κάρου με τα άλογα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bilanciere bilancio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bilancia (θηλ.ουσ)
bilanciamento (ουσ αρσ )
bilanciare (ρ. μτβ.)
bilanciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
bilanciere (ουσ αρσ )
bilancino (ουσ αρσ )
bilancio (ουσ αρσ )
bilaterale (επίθ.)
bilateralità (θηλ.ουσ)
bilatero (επίθ.)
bile (θηλ.ουσ)
bilia (θηλ.ουσ)
biliardaio (ουσ αρσ )
biliardino (ουσ αρσ )
biliardo (ουσ αρσ )
biliare (επίθ.)
bilico (ουσ αρσ )
bilineare (επίθ.)
bilingue (θηλ.ουσ)
bilingue (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---