Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbilìngue
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [biˈlingwe] γνώστης δύο γλωσσών bilìngue επίθετο Προσφορά I.P.A.: [biˈlingwe] διγλωσσος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |