Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbìmbo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbimbo] 1 νήπιο 2 βρέφος 3 μπέμπης 4 παιδάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |