Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bìmbo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbimbo]

1 νήπιο
2 βρέφος
3 μπέμπης
4 παιδάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bimba bimensile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

biliverdina (θηλ.ουσ)
bilobato (επίθ.)
bilustre (επίθ.)
bimano (επίθ.)
bimba (θηλ.ουσ)
bimbo (ουσ αρσ )
bimensile (επίθ.)
bimestrale (επίθ.)
bimestre (ουσ αρσ )
bimetallico (επίθ.)
bimetallismo (ουσ αρσ )
bimetallista (ουσ αρσ και θηλ.)
bimetallo (ουσ αρσ )
bimillenario (ουσ αρσ )
bimillenario (επίθ.)
bimotore (ουσ αρσ )
bimotore (επίθ.)
binaria (θηλ.ουσ)
binario (ουσ αρσ )
binario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---