Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bimetallìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,bimetalˈlizmo]

1 διμεταλλισμός
2 διπλό νομισματικό σύστημα (χρυσός και άργυρος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bimetallico bimetallista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bimbo (ουσ αρσ )
bimensile (επίθ.)
bimestrale (επίθ.)
bimestre (ουσ αρσ )
bimetallico (επίθ.)
bimetallismo (ουσ αρσ )
bimetallista (ουσ αρσ και θηλ.)
bimetallo (ουσ αρσ )
bimillenario (ουσ αρσ )
bimillenario (επίθ.)
bimotore (ουσ αρσ )
bimotore (επίθ.)
binaria (θηλ.ουσ)
binario (ουσ αρσ )
binario (επίθ.)
binda (θηλ.ουσ)
bindolo (ουσ αρσ )
binocolo (ουσ αρσ )
binoculare (επίθ.)
binomiale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---