Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbimetallìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,bimetalˈlizmo] 1 διμεταλλισμός 2 διπλό νομισματικό σύστημα (χρυσός και άργυρος) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |