Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbimèstre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [biˈmɛstre] 1 διμηνία 2 διάρκεια δύο μηνών 3 πληρωμή δύο μηνών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |