Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbinàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [biˈnarjo] 1 (rotaia) η σιδηροτροχιά 2 (pensilina) η γραμμή binàrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [biˈnarjo] δυαδικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |