Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


biochìmica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,bioˈkimika]

βιοχημεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bioccoluto biochimico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bioastronautica (θηλ.ουσ)
bioastronautico (επίθ.)
biocatalizzatore (ουσ αρσ )
bioccolo (ουσ αρσ )
bioccoluto (επίθ.)
biochimica (θηλ.ουσ)
biochimico (ουσ αρσ )
biochimico (επίθ.)
bioclimatico (επίθ.)
bioclimatologia (θηλ.ουσ)
biocontaminazione (θηλ.ουσ)
bioculare (επίθ.)
biodegradabile (επίθ.)
biodegradabilità (θηλ.ουσ)
biodegradarsi (ρ.μ. (αντων.))
biodegradazione (θηλ.ουσ)
biodistruggibile (επίθ.)
biodo (ουσ αρσ )
bioelettricità (θηλ.ουσ)
bioelettrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---