Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


biodegradabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [biodegradabiliˈta]

1 βιοαποικοδόμηση
2 δυνατότητα βιοδιάσπασης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  biodegradabile biodegradarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bioclimatico (επίθ.)
bioclimatologia (θηλ.ουσ)
biocontaminazione (θηλ.ουσ)
bioculare (επίθ.)
biodegradabile (επίθ.)
biodegradabilità (θηλ.ουσ)
biodegradarsi (ρ.μ. (αντων.))
biodegradazione (θηλ.ουσ)
biodistruggibile (επίθ.)
biodo (ουσ αρσ )
bioelettricità (θηλ.ουσ)
bioelettrico (επίθ.)
bioelettronica (θηλ.ουσ)
biofisica (θηλ.ουσ)
biofisico (ουσ αρσ )
biofisico (επίθ.)
biogenesi (θηλ.ουσ)
biogenetico (επίθ.)
biogenia (θηλ.ουσ)
biogeno (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---