Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


biogènesi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bioˈʤɛnezi]

1 βιοσύνθεση
2 βιογένεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  biofisico biogenetico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bioelettrico (επίθ.)
bioelettronica (θηλ.ουσ)
biofisica (θηλ.ουσ)
biofisico (ουσ αρσ )
biofisico (επίθ.)
biogenesi (θηλ.ουσ)
biogenetico (επίθ.)
biogenia (θηλ.ουσ)
biogeno (αρσ. επίθ και ουσ)
biogeografia (θηλ.ουσ)
biografia (θηλ.ουσ)
biografico (επίθ.)
biografo (ουσ αρσ )
bioingegnere (ουσ αρσ )
bioingegneria (θηλ.ουσ)
biologia (θηλ.ουσ)
biologico (επίθ.)
biologo (ουσ αρσ )
bioluminescente (επίθ.)
bioluminescenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---