Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bioingegnerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,bioinʤeɲɲeˈria]

βιοτεχνολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bioingegnere biologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

biogeografia (θηλ.ουσ)
biografia (θηλ.ουσ)
biografico (επίθ.)
biografo (ουσ αρσ )
bioingegnere (ουσ αρσ )
bioingegneria (θηλ.ουσ)
biologia (θηλ.ουσ)
biologico (επίθ.)
biologo (ουσ αρσ )
bioluminescente (επίθ.)
bioluminescenza (θηλ.ουσ)
biomassa (θηλ.ουσ)
biomedicina (θηλ.ουσ)
biomedico (επίθ.)
biometeorologia (θηλ.ουσ)
biometria (θηλ.ουσ)
biometrico (επίθ.)
biometrista (ουσ αρσ και θηλ.)
bionda (θηλ.ουσ)
biondastro (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---