Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


biometrìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [biomeˈtria]

βιομετρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  biometeorologia biometrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bioluminescenza (θηλ.ουσ)
biomassa (θηλ.ουσ)
biomedicina (θηλ.ουσ)
biomedico (επίθ.)
biometeorologia (θηλ.ουσ)
biometria (θηλ.ουσ)
biometrico (επίθ.)
biometrista (ουσ αρσ και θηλ.)
bionda (θηλ.ουσ)
biondastro (επίθ.)
biondeggiare (ρ.αμτβ.)
biondezza (θηλ.ουσ)
biondiccio (επίθ.)
biondina (θηλ.ουσ)
biondino (ουσ αρσ )
biondo (ουσ αρσ )
biondo (επίθ.)
bionica (θηλ.ουσ)
bionico (επίθ.)
bioproteina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---