Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bioproteìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bioproteˈina]

1 βιοπρωτεΐνη
2 μονοκύτταρη πρωτεΐνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bionico biopsia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

biondino (ουσ αρσ )
biondo (ουσ αρσ )
biondo (επίθ.)
bionica (θηλ.ουσ)
bionico (επίθ.)
bioproteina (θηλ.ουσ)
biopsia (θηλ.ουσ)
bioptico (επίθ.)
bioritmo (ουσ αρσ )
biosatellite (ουσ αρσ )
biosfera (θηλ.ουσ)
biosintesi (θηλ.ουσ)
biossido (ουσ αρσ )
biotecnologia (θηλ.ουσ)
bioterapia (θηλ.ουσ)
biotina (θηλ.ουσ)
biotipo (ουσ αρσ )
biotite (θηλ.ουσ)
biotopo (ουσ αρσ )
bipala (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---