Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbióndo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbjondo] ξανθομάλλης bióndo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈbjondo] ξανθός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |