Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bióndo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbjondo]

ξανθομάλλης

bióndo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈbjondo]

ξανθός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  biondino bionica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

biondeggiare (ρ.αμτβ.)
biondezza (θηλ.ουσ)
biondiccio (επίθ.)
biondina (θηλ.ουσ)
biondino (ουσ αρσ )
biondo (ουσ αρσ )
biondo (επίθ.)
bionica (θηλ.ουσ)
bionico (επίθ.)
bioproteina (θηλ.ουσ)
biopsia (θηλ.ουσ)
bioptico (επίθ.)
bioritmo (ουσ αρσ )
biosatellite (ουσ αρσ )
biosfera (θηλ.ουσ)
biosintesi (θηλ.ουσ)
biossido (ουσ αρσ )
biotecnologia (θηλ.ουσ)
bioterapia (θηλ.ουσ)
biotina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---