Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


biondeggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [bjondedˈʤare]

1 γίνομαι ξανθός
2 χρυσαφίζω
3 κιτρινίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  biondastro biondezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

biometria (θηλ.ουσ)
biometrico (επίθ.)
biometrista (ουσ αρσ και θηλ.)
bionda (θηλ.ουσ)
biondastro (επίθ.)
biondeggiare (ρ.αμτβ.)
biondezza (θηλ.ουσ)
biondiccio (επίθ.)
biondina (θηλ.ουσ)
biondino (ουσ αρσ )
biondo (ουσ αρσ )
biondo (επίθ.)
bionica (θηλ.ουσ)
bionico (επίθ.)
bioproteina (θηλ.ουσ)
biopsia (θηλ.ουσ)
bioptico (επίθ.)
bioritmo (ουσ αρσ )
biosatellite (ουσ αρσ )
biosfera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---